ΠΡΟΙΚΕΣ - ΣΕ 5 ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ 45 ΠΡΑΞΕΙΣ της ΙΩΑΝΝΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ , των εκδόσεων ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
Περί προίκας "και άλλων δαιμονίων" ο λόγος!
Ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο! Δεν είναι μια ιστορική αναδρομή στον θεσμό της προίκας στον ελλαδικό χώρο ούτε ένα μυθιστόρημα ή διηγήματα με θέμα κάποιες προίκες γυναικών…
Η συγγραφέας μάς επιτρέπει, με τον πρωτότυπο τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, να ακούσουμε κι εμείς τις αφηγήσεις πέντε γυναικών από τον θεσσαλικό χώρο που είναι γεννημένες μεταξύ 1923 και 1946. Θα μπορούσε η καθεμιά από αυτές να είναι η γιαγιά μας, η θεία μας, η μάνα μας… και δεν το λέω μόνο λόγω χρονικής απόστασης αλλά και λόγω οικειότητας που αισθάνεται ο αναγνώστης/ η αναγνώστρια.
Έτσι σε κάνει να αισθάνεσαι το βιβλίο. Κάθεσαι στο ασβεστωμένο *πεζουλάκι στην αυλή μαζί τους, κάτω απ’ την κληματαριά, δίπλα στην **τουλούμπα, τρως μια κουταλιά γλυκό από αυτό το υπέροχο κεράσι που όμοιό του πουθενά δεν θα βρεις, αυτό που είναι κρυμμένο καλά στο κλειδωμένο ντουλάπι του μπουφέ για «καναν ξένο»(έτσι έλεγε η γιαγιά μου) και όπως καταλαβαίνετε, αυτό και μόνο, η απαγόρευση δηλαδή, το έκανε ακόμα νοστιμότερο!
Φαντάζομαι την καθεμιά από τις πέντε γυναίκες. Με ρούχα σκούρα, καθημερινά, με την ποδιά απαραίτητα, το μαντίλι ίσως στο κεφάλι και από κάτω πλεξούδες τα μαλλιά, περιποιημένα, φροντισμένα, με άρωμα πράσινου σαπουνιού… Παντοφλίτσες κλειστές, που είναι βολικές για να τις φοράνε και στην αυλή όταν βγαίνουν να σκουπίσουν , μαύρες συνήθως ή καφετιές… Χέρια δουλεμένα, ταλαιπωρημένα, μόνο με μια λεπτή, απλή βέρα στο δεξί, πρόσωπο ρυτιδιασμένο μα όμορφο, αληθινό, χωρίς ίχνος φτιασιδώματος, βλέμμα ευθύ και καθαρό, ίσως κάποιες στιγμές ντροπαλό, γιατί λένε κι αυτά… τα δύσκολα, που δεν λέγονται, βρε παιδάκι μου!
Έτσι διάβασα το βιβλίο. Κρυφακούγοντας τις ηλικιωμένες γυναίκες να μιλούν για τις ζωές τους, τη γνωριμία, τα προικιά, τον αρραβώνα, το γάμο, την προίκα (γιατί άλλο η προίκα κι άλλο τα προικιά, το εξηγεί μία εκ των πέντε), τα πεθερικά… και μου ΄ρχόταν μυρωδιά απ’ το αγιόκλημα της αυλής κι απ’ τις γαρδένιες που φούντωναν το καλοκαίρι μέσα στους τενεκέδες από λάδι που τους γέμιζαν με χώμα και που τους έβαφαν κόκκινους να μοιάζουν με τις υπόλοιπες γλάστρες… Και δεν άκουγα τίποτε άλλο εκτός από τις γυναίκες να μιλούν με τις κομμένες λέξεις, τις «στρογγυλεμένες» όπως λέει η συγγραφέας, λέξεις με σύμφωνα βαριά και φωνήεντα αλλαγμένα … Και σήκωνα το κεφάλι κι έβλεπα αυτόν τον ουρανό που βλέπουμε όταν είμαστε μικρά και καμία έγνοια δεν βαραίνει το μυαλό που φτερουγάει κι αυτό προς τα πάνω μαζί με τα πουλιά…
Κι ύστερα ανέβηκα πάνω στην καρότσα απ’ το τρακτέρ που πήγαινε στο χωριό της νύφης να φέρει τα προικιά, ημέρα Πέμπτη. Όλοι, μικροί , μεγάλοι με τα καλά μας! Μαλλί απ’ την κομμώτρια, να μυρίζει λακ όλη η καρότσα! Στη δε διαδρομή κόλλαγε κι η σκόνη απ’ τον χωματόδρομο πάνω στη λακ και γινόταν το μαλλί απροσπέλαστο! Κι εμείς τα μικρά να 'χουμε πανηγύρι!
Καταλαβαίναμε ότι φτάναμε στον προορισμό από τα τραγούδια που ακούγονταν, δημοτικά και λαϊκά της εποχής… Κεράσματα, γλυκάκι και λικέρ ή και κανένα κρασάκι με μεζέ για τους άντρες! Για τις γυναίκες βερμούτ!
Η έκθεση της προίκας ήταν ένα έργο τέχνης συλλογικό. Όλες οι γυναίκες του σογιού της νύφης είχαν συμμετοχή . Κάποιες σιδέρωναν με απελπιστική λεπτομέρεια και με εξωφρενικές ποσότητες κόλλας σιδερώματος ώστε τα κεντήματα , τραπεζομάντηλα και τα λοιπά να είναι «κόκαλο», όπως έλεγαν. Μετά έντυναν τους τοίχους του καθιστικού με κόλλες μπλε του μέτρου και εκεί πάνω στερέωναν με καρφίτσες τα εργόχειρα. Η μπλε κόλλα έπαιζε τον ρόλο του σκούρου φόντου ώστε να αναδεικνύεται η δεξιοτεχνία της κεντήστρας, να φαίνονται δηλαδή τα σχέδια, τα χρώματα και η παραμικρή λεπτομέρεια.
Σε άλλο σημείο του δωματίου υπήρχαν επίσης εκτεθειμένα τα σεντόνια, οι κουβέρτες, τα παπλώματα και το κορυφαίο όλων… τα νυχτικά ακόμα και τα εσώρουχα (το είδα με τα μάτια μου) καθώς και οι παντοφλίτσες της νύφης, αυτές οι λευκές σατέν με τακούνι απαραιτήτως και μια φουντίτσα μπροστά στη μύτη με φτεράκια! Όνειρο! Πόσο ήθελα να τις αρπάξω και να τις δοκιμάσω, να τρέχω έξω στην αυλή και να ακούγονται στα τσιμέντα τακ τακ τακ!!! Αυτό που αναρωτιόταν το παιδικό μυαλό μου ήταν γιατί ποτέ δεν έβλεπα μετά, μετά τον γάμο δηλαδή, κάποια από αυτές τις γυναίκες να φοράει αυτές τις καταπληκτικές παντόφλες που τις έβλεπα ακόμα και στον ύπνο μου! Μάλλον έμειναν κλειδωμένες σε κάποιο ντουλάπι μαζί με τα όνειρά τους… ποιος ξέρει;
Φυσικά τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν… Άλλοτε παίνευαν την ικανότητα της δημιουργού, το πόσο ωραία ήταν τα σχέδια των κεντημάτων « από μένα το πήραν καλέ!», άλλοτε μετρούσαν την ποσότητα των σεντονιών ή των κουβερτών και έβγαινε το συμπέρασμα πολλά ή λίγα, ανάλογα… Τα σεντόνια πρέπει να πω πως ήταν απαραιτήτως λευκά όπως και οι μαξιλαροθήκες και τα πιο «καλά» από αυτά, δηλαδή όχι τα καθημερινά, ήταν κεντημένα με ειδικές μηχανές, με λουλούδια συνήθως σε απαλά χρώματα ή με τα αρχικά του ονόματος της νύφης.
Όλες αυτές οι εικόνες ζωντάνεψαν στο μυαλό μου, μέσα από τις αφηγήσεις των κυριών, βέβαια η εποχή που περιγράφουν είναι λίγο πιο πριν από αυτή που έχω εγώ ως βίωμα ( δεκαετία 1970), όμως δεν απέχει πολύ η μία από την άλλη.
Η επιτυχία του βιβλίου θεωρώ πως είναι ακριβώς αυτή.
Να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια σου μια ολόκληρη εποχή, μια δύσκολη εποχή, μετά τον πόλεμο και μετά τον εμφύλιο, σε μια πληγωμένη και φτωχή Ελλάδα που παλεύει να ορθοποδήσει, με αυτές τις γυναίκες που τόση δύναμη έκρυβαν μέσα τους, που μέσα στις δυσκολίες και τις στερήσεις έκαναν οικογένειες και τις στήριξαν, πέρασαν δύσκολα, υποτάχτηκαν ή και όχι, συμβιβάστηκαν ή και όχι, κουράστηκαν σίγουρα, απελπίστηκαν υποθέτω, μοιράστηκαν τις σκέψεις τους ή και όχι, δούλεψαν, έζησαν, μεγάλωσαν … και πέντε τέτοιες γυναίκες μας έκαναν τη χάρη να θυμηθούν και να μιλήσουν…
Και μια συγγραφέας πρόσθεσε τη δική της φωνή στην πολυφωνία των κειμένων και έφερε στο φως την ποίηση της αφήγησης, πλημμυρισμένης από νοήματα, αντιφάσεις, συναισθήματα, όπως η ίδια αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα.
Έτσι μας έδωσε την ευκαιρία να ακούσουμε, να μάθουμε, μα και να θυμηθούμε ..και γιατί όχι; και να φανταστούμε!
Προικίστε τη
βιβλιοθήκη σας με αυτό το βιβλίο!
*Σε πολλά σπίτια του κάμπου υπήρχε ένα τσιμεντένιο ή πέτρινο πεζούλι, κολλητά με έναν εξωτερικό τοίχο του σπιτιού προς το μέρος της αυλής που χρησίμευε ως κάθισμα
**τουλούμπα λεγόταν η κατασκευή πάνω από το πηγάδι που υπήρχε σε κάθε αυλή και έφερνε με άντληση το νερό επάνω για χρήση

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Μπορείτε να σχολιάσετε...